απροσκύνητος — η, ο (Μ ἀπροσκύνητος, ον) 1. αυτός που δεν τον έχουν προσκυνήσει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει προσκυνήσει 2. αυτός που δεν προσκυνά κανένα, δεν ταπεινώνεται, δεν υποδουλώνεται … Dictionary of Greek
покланѧниѥ — ПОКЛАНѦНИ|Ѥ (142), ˫А с. 1.Склонение, поклон: оц҃ю и с҃нѹ и ст҃ѹѹмѹ д҃хѹ покланѧтисѧ. ѥдинѣмь покланѧниѥмь. вѣрьны˫а ˫авѣ наѹчьше. (προσκυνήσει) КЕ XII, 40б; подобна ѥста смереныма ѡнѣма… ихже вы вънѣшнии ѡбразъ видѧще. досаженiѥ въмѣнисте. лицѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παντελεήμων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιατρός. Καταγόταν από τη Νικομήδεια. Η δράση του υπήρξε πλούσια, κυρίως επί Μαξιμιανού (285 310). Μυήθηκε στον χριστιανισμό από τη μητέρα του Ευβούλη και τον πρεσβύτερο Ερμόλαο. Μοίρασε τότε την… … Dictionary of Greek
προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… … Dictionary of Greek
Αζαρίας — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ιούδα (779 740 π.Χ.).Γιοςτου Αμασίου ή Αμεσσίου και της Ιεχελία. Αναφέρεται και ως Οζίας. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 16 ετών. Η βασιλεία του υπήρξε καλή. Παραμέλησε, όμως, τα καθήκοντά του προς τον Θεό … Dictionary of Greek
Αθηναΐς — I (Αθήνα 402; – Ιεροσόλυμα 460). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Θεοδοσίου Β’. Κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου, μορφωμένη και ευφυής, πήγε, μετά τον θάνατο του πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη, για περιουσιακά ζητήματα. Τότε η… … Dictionary of Greek
Βολέσλαος ή Βολεσλαύος — I (Boleslaus).Όνομα ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Β. Α’, ο Ανδρείος (966; – 1025). Δούκας (992 1000) και βασιλιάς της Πολωνίας (1000 25). Γιος του δούκα της Πολωνίας Νιετσίσλαφου, ήταν ο πρώτος Πολωνός ηγεμόνας που αναγορεύτηκε βασιλιάς αφού είχε… … Dictionary of Greek
Ηρώδης — Όνομα Βασιλιάδων των Ιουδαίων. 1. Η. Α’ ο Μέγας (περ. 73 π.Χ. – 4 μ.Χ.). Βασιλιάς της Ιουδαίας. (37 π.Χ. – 4 μ.Χ.) Ήταν γιος του Αντίπατρου, που είχε εξιουδαϊστεί. Κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια του Αντωνίου, ο οποίος έπεισε τη ρωμαϊκή σύγκλητο … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Μαρδοχαίος — Βιβλικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, καταγόταν από την Ιουδαία και ήταν θείος και προστάτης της Εσθήρ. Όταν ο βασιλιάς της Περσίας Αρταξέρξης (σύμφωνα με τους Ο’) διάλεξε την Εσθήρ για σύζυγό του και βασίλισσα, ο Μ. και η ανιψιά του… … Dictionary of Greek