προσκυνήσει

προσκυνήσει
προσκύνησις
adoration
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
προσκυνήσεϊ , προσκύνησις
adoration
fem dat sg (epic)
προσκύνησις
adoration
fem dat sg (attic ionic)
προσκυνέω
make obeisance
aor subj act 3rd sg (epic)
προσκυνέω
make obeisance
fut ind mid 2nd sg
προσκυνέω
make obeisance
fut ind act 3rd sg
προσκυνέω
make obeisance
aor subj act 3rd sg (epic)
προσκυνέω
make obeisance
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απροσκύνητος — η, ο (Μ ἀπροσκύνητος, ον) 1. αυτός που δεν τον έχουν προσκυνήσει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει προσκυνήσει 2. αυτός που δεν προσκυνά κανένα, δεν ταπεινώνεται, δεν υποδουλώνεται …   Dictionary of Greek

  • покланѧниѥ — ПОКЛАНѦНИ|Ѥ (142), ˫А с. 1.Склонение, поклон: оц҃ю и с҃нѹ и ст҃ѹѹмѹ д҃хѹ покланѧтисѧ. ѥдинѣмь покланѧниѥмь. вѣрьны˫а ˫авѣ наѹчьше. (προσκυνήσει) КЕ XII, 40б; подобна ѥста смереныма ѡнѣма… ихже вы вънѣшнии ѡбразъ видѧще. досаженiѥ въмѣнисте. лицѣ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παντελεήμων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιατρός. Καταγόταν από τη Νικομήδεια. Η δράση του υπήρξε πλούσια, κυρίως επί Μαξιμιανού (285 310). Μυήθηκε στον χριστιανισμό από τη μητέρα του Ευβούλη και τον πρεσβύτερο Ερμόλαο. Μοίρασε τότε την… …   Dictionary of Greek

  • προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… …   Dictionary of Greek

  • Αζαρίας — I Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ιούδα (779 740 π.Χ.).Γιοςτου Αμασίου ή Αμεσσίου και της Ιεχελία. Αναφέρεται και ως Οζίας. Ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία 16 ετών. Η βασιλεία του υπήρξε καλή. Παραμέλησε, όμως, τα καθήκοντά του προς τον Θεό …   Dictionary of Greek

  • Αθηναΐς — I (Αθήνα 402; – Ιεροσόλυμα 460). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Θεοδοσίου Β’. Κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου, μορφωμένη και ευφυής, πήγε, μετά τον θάνατο του πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη, για περιουσιακά ζητήματα. Τότε η… …   Dictionary of Greek

  • Βολέσλαος ή Βολεσλαύος — I (Boleslaus).Όνομα ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Β. Α’, ο Ανδρείος (966; – 1025). Δούκας (992 1000) και βασιλιάς της Πολωνίας (1000 25). Γιος του δούκα της Πολωνίας Νιετσίσλαφου, ήταν ο πρώτος Πολωνός ηγεμόνας που αναγορεύτηκε βασιλιάς αφού είχε… …   Dictionary of Greek

  • Ηρώδης — Όνομα Βασιλιάδων των Ιουδαίων. 1. Η. Α’ ο Μέγας (περ. 73 π.Χ. – 4 μ.Χ.). Βασιλιάς της Ιουδαίας. (37 π.Χ. – 4 μ.Χ.) Ήταν γιος του Αντίπατρου, που είχε εξιουδαϊστεί. Κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια του Αντωνίου, ο οποίος έπεισε τη ρωμαϊκή σύγκλητο …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μαρδοχαίος — Βιβλικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, καταγόταν από την Ιουδαία και ήταν θείος και προστάτης της Εσθήρ. Όταν ο βασιλιάς της Περσίας Αρταξέρξης (σύμφωνα με τους Ο’) διάλεξε την Εσθήρ για σύζυγό του και βασίλισσα, ο Μ. και η ανιψιά του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”